Ανδραγόρας

Ανδραγόρας
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ρόδιος κατασκευαστής χάλκινων ανδριάντων (3ος αι. π.Χ.). 2. Σατράπης της Συρίας (μέσα 3ου αι. π.Χ.). Σκοτώθηκε από τον Αρσάκη, όταν ο τελευταίος έγινε κυβερνήτης της χώρας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”